τεταραγμένως

τεταραγμένως
ΜΑ
επίρρ. με ταραχή, σύγχυση («τὰς ψυχάς τεταραγμένως διακεῑσθαι», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τεταραγμένος τού ταράσσω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τεταραγμένως — ταράσσω stir perf part mp masc acc pl (doric) τεταραγμένως confusedly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροβητός — ή, όν, Α [στροβῶ] στριμμένος, στριφτός. επίρρ... στροβητῶς Α (κατά τον Ησύχ.) «τεταραγμένως « …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”